-
1 двоеточие
См. также в других словарях:
δίστιγμο — το οι άνω και κάτω τελείες (:)· σημείο στίξης που αποτελείται από δύο στιγμές (τελείες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
1 двоеточие
δίστιγμο — το οι άνω και κάτω τελείες (:)· σημείο στίξης που αποτελείται από δύο στιγμές (τελείες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)